ἀδικήσεις

ἀδικήσεις
ἀδικέω
to be
aor subj act 2nd sg (epic)
ἀδικέω
to be
fut ind act 2nd sg
ἀ̱δικήσεις , ἀδικέω
to be
futperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαροκαίομαι — και χαροκαίγομαι χαροκάηκα, χαροκαμένος, η, ο, καίγομαι (μτφ.) από το Χάρο, χάνω αγαπητά μου πρόσωπα, μου τα παίρνει ο Χάρος: Δεν πρέπει ν αδικήσεις τη χαροκαμένη μάνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”